- θανατήσιμος
- θανατήσιμος, -ίμη, -ον (Μ) [θανατώ]1. θανάσιμος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θανατήσιμοςο θνητός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θανατησ- τού θανατώ (ΙΙ) (πρβλ. μέλλ. θανατήσ-ω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. αινέσ-ιμος < θ. αινέσ- τού αινώ)].
Dictionary of Greek. 2013.